ex post & ad finem
Αν κάτι υπάρχει στην πράξη αυτή που να θαυμάζω
είναι, θαρρώ, η ανεξάντλητη σημειολογία της
τόση που να την νιώθω μέσα από
τα κάθε είδους φίμωτρα να επιτίθεται.
Έτσι, παρά τη βουβαμάρα των εκατέρωθεν παραλογισμών
ιδανικά μου στρώνει το χαλί της αποφώνησης.
Και περπατώ:
Μαζί μας στο στούντιο απόψε, η Σιωπή
όλα τα σκήπτρα φέρουσα,
τον εκκωφαντικό της απουσίας ήχο στο δεξί
και στο ζερβό το Λόγο, τριπλομαγεμένο.
Κι αν θέλετε επεξήγηση, ex post, τελεστικά,
αυτοπροσώπως ελάλησε ο Αρχιερέας της Εξόδου
παραθέτοντας μάλιστα τον Όργουελ: (2:46+)
Οι λέξεις είχαν πάρει, να το ξέρετε,
το νόημα τ' ακριβώς τ' αντίθετο τους.
Και μες στην Σιωπή μεμιάς τις αναβαπτίζει
(από τόπο άλλον βέβαια-να μην είναι μιαρός)
ώστε όταν στο εξής ποιότητα ακούτε
να εννοείτε ακριβώς, θέαμα!
Μα να μην ξεχάσουμε και το Σκοτάδι
που μαζί μας στα πλατώ εβρέθη
(όχι το πηχτό, μην μου τρομάζετε,
το άλλο το τρομαχτικά κενό)
-χωρίς χιόνια πια μιας και
τα ψηφιακά μας έκαψαν τα χρόνια.
Ικανό να αποτυπώνει αυτό ακριβώς που είναι
έτσι που και με κλειστά τα μάτια να το εμπιστεύεστε.
Φέρει, επί πλέον, του αναβαπτίσματος το χρίσμα:
εικονικό κενό μα συνάμα και κενό εικόνας. Επιτέλους!
Απ' όπου και να το κοιτάξεις φαίνεται, πια, το ίδιο.
Σ' αυτήν την απόλυτη, της Εξόδου, διαφάνεια
η απουσία ήχου ανεμπόδιστη διατρέχει την ολική έλλειψη εικόνας.
Και έπειτα, εκεί που υπομονετικά καρτερείς
ο Εκφωνητής/Παρουσιαστής να εμφανιστεί
εκπληρώνοντας την Έξοδο, να ακουστεί
ομολογώντας-ως είθισται τελευταίος-το όνομά του,
να μάθεις ποιον άκουγες, ποιανού βρε αδερφέ η γλώσσα,
χωνόταν μες στ' αυτιά σου και ποιον έβλεπες,
ποιανού-τελοσπάντων-η εικόνα κατέκλυζε τα μάτια σου:
το σήμα κόβεται κι επιστροφή δεν έχεις.(γαμώτο!)
Έπεσε μήπως το φως για ποτές του δεν ήτανε καθρέφτης;
Έβλεπα άραγε εμένα ή τον άλλον
ή μήπως, χειρότερα, τα χω τελείως χάσει
κι άκουγα μέσα μου τόσον καιρό κάποιον να μου μιλά
και σ' όραμα μονάχα όλο το σκηνικό μου εμφανίσθη;
Στο κρίσιμο σημείο της σημειολογίας
σκοτάδι και σιωπή, σμικρυμένα, παντρεύονται,
πιάνουν ταχύτητες φωτός, δηλαδή εκσυγχρονίζονται,
και γίνονται αιφνιδίως, Σφίγγα:
Αδιαφανές πεδίο, μαύρη τρύπα.
Από ένα άλλο σημείο, μη προσβάσιμο πια,
(τον τρίτο της Σφίγγας όρο)
ακούς ήχους τελείως ακαθόριστους,
φύλλων ίσως τσακίσματα,
ελάχιστες μάλλον εκπνοές.
Και βλέπεις να διαγράφεται θολή
ενός κάτι η φιγούρα.
Κι είναι πια πολύ αργά (άλλος θα έλεγε πολύ νωρίς;)
για να αναγνωρίσεις αυτά και σένα.
Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια
της εξόδειας λειτουργίας, στην Α[γορά]
προσφέρθηκαν θυσία.
είναι, θαρρώ, η ανεξάντλητη σημειολογία της
τόση που να την νιώθω μέσα από
τα κάθε είδους φίμωτρα να επιτίθεται.
Έτσι, παρά τη βουβαμάρα των εκατέρωθεν παραλογισμών
ιδανικά μου στρώνει το χαλί της αποφώνησης.
Και περπατώ:
Μαζί μας στο στούντιο απόψε, η Σιωπή
όλα τα σκήπτρα φέρουσα,
τον εκκωφαντικό της απουσίας ήχο στο δεξί
και στο ζερβό το Λόγο, τριπλομαγεμένο.
Κι αν θέλετε επεξήγηση, ex post, τελεστικά,
αυτοπροσώπως ελάλησε ο Αρχιερέας της Εξόδου
παραθέτοντας μάλιστα τον Όργουελ: (2:46+)
Οι λέξεις είχαν πάρει, να το ξέρετε,
το νόημα τ' ακριβώς τ' αντίθετο τους.
Και μες στην Σιωπή μεμιάς τις αναβαπτίζει
(από τόπο άλλον βέβαια-να μην είναι μιαρός)
ώστε όταν στο εξής ποιότητα ακούτε
να εννοείτε ακριβώς, θέαμα!
Μα να μην ξεχάσουμε και το Σκοτάδι
που μαζί μας στα πλατώ εβρέθη
(όχι το πηχτό, μην μου τρομάζετε,
το άλλο το τρομαχτικά κενό)
-χωρίς χιόνια πια μιας και
τα ψηφιακά μας έκαψαν τα χρόνια.
Ικανό να αποτυπώνει αυτό ακριβώς που είναι
έτσι που και με κλειστά τα μάτια να το εμπιστεύεστε.
Φέρει, επί πλέον, του αναβαπτίσματος το χρίσμα:
εικονικό κενό μα συνάμα και κενό εικόνας. Επιτέλους!
Απ' όπου και να το κοιτάξεις φαίνεται, πια, το ίδιο.
Σ' αυτήν την απόλυτη, της Εξόδου, διαφάνεια
η απουσία ήχου ανεμπόδιστη διατρέχει την ολική έλλειψη εικόνας.
Και έπειτα, εκεί που υπομονετικά καρτερείς
ο Εκφωνητής/Παρουσιαστής να εμφανιστεί
εκπληρώνοντας την Έξοδο, να ακουστεί
ομολογώντας-ως είθισται τελευταίος-το όνομά του,
να μάθεις ποιον άκουγες, ποιανού βρε αδερφέ η γλώσσα,
χωνόταν μες στ' αυτιά σου και ποιον έβλεπες,
ποιανού-τελοσπάντων-η εικόνα κατέκλυζε τα μάτια σου:
το σήμα κόβεται κι επιστροφή δεν έχεις.(γαμώτο!)
Έπεσε μήπως το φως για ποτές του δεν ήτανε καθρέφτης;
Έβλεπα άραγε εμένα ή τον άλλον
ή μήπως, χειρότερα, τα χω τελείως χάσει
κι άκουγα μέσα μου τόσον καιρό κάποιον να μου μιλά
και σ' όραμα μονάχα όλο το σκηνικό μου εμφανίσθη;
Στο κρίσιμο σημείο της σημειολογίας
σκοτάδι και σιωπή, σμικρυμένα, παντρεύονται,
πιάνουν ταχύτητες φωτός, δηλαδή εκσυγχρονίζονται,
και γίνονται αιφνιδίως, Σφίγγα:
Αδιαφανές πεδίο, μαύρη τρύπα.
Από ένα άλλο σημείο, μη προσβάσιμο πια,
(τον τρίτο της Σφίγγας όρο)
ακούς ήχους τελείως ακαθόριστους,
φύλλων ίσως τσακίσματα,
ελάχιστες μάλλον εκπνοές.
Και βλέπεις να διαγράφεται θολή
ενός κάτι η φιγούρα.
Κι είναι πια πολύ αργά (άλλος θα έλεγε πολύ νωρίς;)
για να αναγνωρίσεις αυτά και σένα.
Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια
της εξόδειας λειτουργίας, στην Α[γορά]
προσφέρθηκαν θυσία.
απο την καρακάξα
Τωρα π’αργοπεθαινουμε στου κόσμου μας την ακρη
που βυθιζομαστε αργά στο ιδιο μας το Δάκρυ
τωρα που διχως εκρηξη μα ουτε και Λυγμό
παρατηρηρουμε αδιαφορα τον ιδιο μας Πνιγμό
Τωρα π’αργοβουλιαζουμε μες το δικο μας χρέος
κι οι ευρωπέη δειχνουνε ενα μεγάλο πέος
τωρα που πιά πληρωνουμε τα αμαρτηματα μας
και ηρθε ο λογαριασμός για τα ατοπήματα μας
και μια Μαούνα γέρικη αργά αργά μας σερνει
Τωρα που της τα βγαλαμε τα μάτια της πατρίδας
και πεσαν στα χωράφια μας τα σμηνη της ακριδας
τωρα που δεν απεμεινε τιποτε να καεί
και εχει απομεινει ερημη η δολια μάνα – γή
τώρα που σακατέψαμε τα ιδια μας τα δάση
τιποτε δεν απεμεινε να μην εχουμε χασει
τωρα που Βουρλιζομαστε στο δασος με τα Βούρλα
τριγυρω μας επικρατει το χάος και η μούρλα
-και μόνοι μας πληγωσαμε το ιδιο το Κορμί μας
μαζί με την πατριδα μας, χασαμε τη τιμή μας …
τωρα π’αργοπεθαινουμε στου κοσμου αυτου την ακρη
και π’ απ’τα αδεια μάτια μας δεν βγαινει ουτε δακρυ …
στο βαλτο καθώς πλέουμε με Ινδική πιρόγα
Θα νοσταλγησουμε ξανά του Μανιτου τη Ρόγα